υπερευχαριστώ

υπερευχαριστώ
ὑπερευχαριστῶ, -έω, ΝΑ
εκφράζω βαθύτατες ευχαριστίες σε κάποιον
νεοελλ.
1. παρέχω μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) υπερευχαριστημένος, -η, -ο
ευχαριστημένος σε υπέρτατο βαθμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερευχαριστῶ — ὑπερευχαριστέω to be extremely thankful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερευχαριστέω to be extremely thankful pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”