- υπερευχαριστώ
- ὑπερευχαριστῶ, -έω, ΝΑεκφράζω βαθύτατες ευχαριστίες σε κάποιοννεοελλ.1. παρέχω μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) υπερευχαριστημένος, -η, -οευχαριστημένος σε υπέρτατο βαθμό.
Dictionary of Greek. 2013.